θερμοδυναμική ισορροπία

θερμοδυναμική ισορροπία
Μία κατάσταση σε ένα σύστημα όπου σε κάθε σημείο αυτού, τα μακροσκοπικά μεγέθη πίεσης, θερμοκρασίας και πυκνότητας έχουν όλα την ίδια χρονικά αμετάβλητη τιμή (η θερμοκρασία τότε είναι ίδια σε όλα τα μέρη του συστήματος, με οποιαδήποτε μέθοδο και αν γίνει η μέτρηση). Ένα σύστημα που δεν βρίσκεται σε θερμοδυναμική ισορροπία είναι ασταθές και η κατάσταση του συστήματος θα αλλάζει με την πάροδο του χρόνου έως ότου φτάσει το σύστημα στην ισορροπία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ισορροπία — Ένα οποιοδήποτε σύστημα (χημικής, φυσικής, ηλεκτρικής φύσης κλπ.) βρίσκεται σε ι. όταν η κατάστασή του δεν παρουσιάζει με την πάροδο του χρόνου καμία αυτόματη μεταβολή (δηλαδή, τα μεγέθη που προσδιορίζουν την κατάστασή του διατηρούνται χρονικά… …   Dictionary of Greek

  • θερμοδυναμική — Κλάδος της φυσικής που μελετά από μακροσκοπική άποψη, χωρίς δηλαδή να ενδιαφέρει η δράση των εσωτερικών μηχανισμών, τα φαινόμενα που χαρακτηρίζονται βασικά από τις μετατροπές της θερμότητας σε έργο και αντίστροφα. Γενικότερα, η θ. ασχολείται με… …   Dictionary of Greek

  • θερμοδυναμική κλίμακα θερμοκρασιών — Θερμοκρασία η οποία προκύπτει εάν χρησιμοποιήσουμε ως θερμομετρικό σώμα το ιδανικό αέριο. Πρακτικά, αρκεί ένα αέριο σε χαμηλή πίεση και θερμοκρασία πολύ υψηλότερη από το σημείο υγροποίησής του. Η βαθμονόμηση ενός τέτοιου θερμομέτρου αερίου… …   Dictionary of Greek

  • Γκιμπς, Τζοσάια Γουίλαρντ — (Josiah Willard Gibbs, Νιου Χέιβεν, Κονέκτικατ 1839 – 1903).Αμερικανός θεωρητικός φυσικός. Πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα από το πανεπιστήμιο του Γέιλ το 1863 και συνέχισε τις σπουδές του στη Γαλλία και στη Γερμανία. Επέστρεψε στο Νιου Χέιβεν το …   Dictionary of Greek

  • κεκορεσμένος ατμός — Ατμός που βρίσκεται σε θερμοδυναμική ισορροπία με το υγρό ή το στερεό σώμα από το οποίο προέρχεται. Ανάμεσα σε ένα υγρό και τον κ.α. του υπάρχει δυναμική ισορροπία, δηλαδή ο αριθμός των μορίων που απομακρύνονται στη μονάδα του χρόνου από την υγρή …   Dictionary of Greek

  • μηδενικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μηδέν 2. το ουδ. ως ουσ. το μηδενικό α) το αριθμητικό σύμβολο 0 β) πρόσωπο ή πράγμα που δεν έχει καμιά αξία 3. φρ. α) «τα τρία μηδενικά (000)» (κατά ευφημ.) το αποχωρητήριο β) «μηδενική αρχή» φυσ. αρχή… …   Dictionary of Greek

  • λέιζερ — (laser). Διάταξη παραγωγής ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων με συχνότητα που αντιστοιχεί στην περιοχή του ορατού φάσματος ή κοντά σε αυτό. Ο όρος λ. προέρχεται από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων: Light Amplification (by) Stimulated Emission (of)… …   Dictionary of Greek

  • θερμικός — Αυτός που έχει σχέση με τη θερμότητα ή τη θερμοκρασία. θ. αγωγιμότητα.Βλ. λ. αγωγιμότητα (θερμική). θ. ακτινοβολία. Βλ. λ. ακτινοβολία. θ. διαστολή. Βλ. λ. διαστολή. θ. ενέργεια.Βλ. λ. ενέργεια. θ. θόρυβος. Θόρυβος που οφείλεται στη θερμοδυναμική …   Dictionary of Greek

  • συγγένεια χημική — Το μέτρο της τάσης των στοιχείων και γενικά των ενώσεων να συνδεθούν χημικά με άλλα στοιχεία ή ενώσεις. Από τα παλιότερα, αλλά και από τα σύγχρονα προβλήματα της χημείας είναι η ανακάλυψη μιας γενικής αρχής, που να ερμηνεύει το αυθόρμητο, δηλαδή… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”